Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Το σόι μου... Κεφάλαιο 2 - Γιαγιά Δανάη

Η γιαγιά μου, η Δανάη, πήρε το όνομά της από τη Δανάη της μυθολογίας γιατί ο πατέρας της είχε μια "αρχαιολατρεία", ας το πούμε έτσι. Η γιαγιά μου - η μαμά της μαμάς μου - γεννήθηκε το 1928 στον Κορυδαλλό, συνοικία του Δήμου Πειραιά. Το 1940, η γιαγιά είχε μόλις μπει στην τελευταία τάξη του Δημοτικού αλλά, αφού τα σχολεία έκλεισαν λόγω της έναρξης του πολέμου, δεν το ολοκλήρωσε ποτέ. Βέβαια εκείνη διόλου δε λυπήθηκε γι' αυτό, μάλιστα χάρηκε κιόλας: "Το σχολείο ποτέ δεν μου άρεσε" και.... "όπως ήμουν και αγοροκόριτσο, προτιμούσα να είμαι συνέχεια έξω στο δρόμο και να παίζω, παρά να είμαι μέσα, να διαβάζω, να ράβω και να πλέκω."

Τη γιαγιά μου τη θυμάμαι, λιγομίλητη, ολιγοέκφραστη και γενικά ήσυχη... Από εσωτερική ηρεμία;;! Μπα, όχι... μάλλον από βαθιά στωικότητα. Κάτι το οποίο συνειδητοποιούσα για εκείνη όσο μεγάλωνα. Λίγα λοιπόν τα λόγια  της και από τις σπάνιες δικές της σύντομες αφηγήσεις και κουβέντες ήταν αυτή από τον καιρό της κατοχής: "παιδάκι, να πηγαίνω με τον μπαμπά μου περπατώντας, κάτω στο τελωνείο στον Πειραιά, όπου εκείνος δούλευε όλα του τα χρόνια και να περνάμε μέσα από τους Γερμανούς και τα γερμανικά μπλοκ σε όλη τη διαδρομή. Κι όμως εκείνοι δεν μας ενοχλούσαν, γιατί ο παππούς ήξερε μερικές λέξεις στα γερμανικά λόγω τελωνείου κι εγώ ήμουν πιτσιρίκα, ξανθιά και γαλανομάτα, σαν Γερμανίδα".

Το φαγητό μάλλον δεν τους έλειψε εκείνα τα χρόνια γιατί ο παππούς με το ξύλινο καρότσι όλο και κάτι κουβαλούσε από το τελωνείο για όλο το σόι του Κορυδαλλού... όμως το κατοχικό σύνδρομο της έμεινε στο θέμα του φαγητού, μαζί φυσικά με το μικρασιατικό μαγειρικό γονίδιο - κι από τις δυο μεριές της, παρακαλώ!

... Έτσι λοιπόν, στην κουζίνα της γιαγιάς ο διάλογος ήταν πάντα παρόμοιος:

- ...αυτό θα φας, παιδάκι μου; Σκέτα μπιφτέκια;

- τι σκέτα, αφού έχεις και πατάτες, ρε γιαγιά...

- ε τι να σου κάνουν, μωρό μου, αυτά;

Και γέμιζε το τραπέζι της κουζίνας, με ψωμί, τυριά, αγγουροτοματοσαλάτα, ελιές, καμιά πιτούλα, και... 3-4 γεμιστά που είχαν περισσέψει από την προηγούμενη, και... λίγο γαύρο τηγανητό..."δεν είναι πολύς, φάτον όλον", και... λίγα φασολάκια πράσινα λαδερά από προχτές..."ήταν στο ψυγείο δεν έχουν χαλάσει, αλλά άστα άμα δε σου αρέσουν... να σου φτιάξω δυο αβγά μάτια"

- σιγά ρε γιαγιά ποιος θα τα φάει όλα αυτά;; και τσίμπαγα τελικά λίγο από όλα... εκτός από ψωμί...

- ψωμάκι δε θα φας;; Φάε..., «να σε πιάσει», βρε μωρό μου...

Μετά, καθόμασταν στο σαλόνι - προέκταση της κουζίνας...

===============

Η γιαγιά μας θεωρούνταν "ψυχρή" από τα παιδιά της... και ήταν, ως μαμά... άλλες εποχές βλέπεις, άλλες προσλαμβάνουσες, και άλλα βιώματα... δεν τα  αγκάλιαζε, δεν τα φιλούσε... παρά μόνο σε γιορτές, "και αν" και "κρύα"... 





Για εμάς, τα εγγόνια της, δεν ήταν έτσι... 

...θυμάμαι, που όταν καθόμουν δίπλα της στον καναπέ, μου σκέπαζε το χέρι με το δικό της, κοιτάζοντας, ευθεία μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση...

- πω πωω γιαγιά πόσο ζεστά είναι τα χέρια σου;;! Τα δικά μου είναι συνέχεια παγωμένα.

...τότε εκείνη, λες και άρπαζε κάποια παλιά "χαμένη" ευκαιρία, άρχιζε να τρίβει απαλά με την παλάμη της το πάνω μέρος της δικής μου, μετά στροβίλιζε ανάμεσα και στα δυο της χέρια εναλλάξ τα δικά μου τρίβοντας τα λίγο πιο έντονα μέχρι να ζεσταθούν, καταλήγοντας πάντα, "Τζιοκόντια", χαμογελαστή...: 

- ε, δε λένε;! Κρύα χέρια ερωτευμένα και ζεστά βασανισμένα... 

....και ένιωθα αυτή την ατάκα σαν πάσα για να μάθει για τους έρωτές μου και να μου πει για τα βάσανά της...

- αααχ να είσαι καλά ρε γιαγιά... ζεστάθηκαν...

...και την αγκάλιαζα και τη φιλούσα και ανταπέδιδε με το δικό της συγκρατημένο μα τόσο ζεστό στυλ... 

- Να σου κόψω κάνα φρουτάκι, τώρα;; Έχω φτιάξει και πάστα φλώρα... ε, με συκομαρμελάδα, βέβαια...

- Πω πωωω γιαγιά με "έφτιαξες" τώρα...

....και ξανά αγκαλιάααα σφιχτή από πίσω της, από τους ώμους την ώρα που προσπαθούσε όρθια μπροστά στον πάγκο της κουζίνας να κόψει κομμάτι από την πάστα φλώρα της, για να με φροντίσει!!!

 

============================

...εις μνήμην <3

Δανάης Μανέα, το γένος Κομνηνού (17 Δεκεμβρίου 1928 - 27 Μαρτίου 2010)

φωτό 3: καλοκαίρι 1993, η γιαγιά φοράει τα "πρώτα" της μαύρα ρούχα... τον Απρίλιο, της ίδιας χρονιάς, ανήμερα Πάσχα, στο "χωριό", είχε "φύγει" από τη ζωή η μητέρα της, η προγιαγιά μου Μαρί... (Ο Νίκος, ο αδερφός μου, μόλις έχει τελειώσει τη Β΄Λυκείου κι εγώ τη Γ΄ Λυκείου... ο Ρωμύλος, το πρώτο μας σκυλάκι, δεν πρόλαβε να κλείσει τα 2 χρόνια και το επόμενο καλοκαίρι στο "χωριό" έφαγε - δεύτερη φορά - φόλα από έναν "καλό" τσοπάνη που θεωρούσε ότι το γάβγισμά του τρόμαζε τις κατσίκες και τους "έκοβε¨ το γάλα...) Η γιαγιά δεν ξαναέβγαλε ποτέ τα μαύρα ούτε έφτιαξε ξανά πάστα φλώρα, μέχρι το 2010 που έφυγε από τη ζωή... αποχωρώντας αποφασισμένη σαν Ινδιάνος...